- επίκοιλος
- ἐπίκοιλος, -ον (Α) [κοίλος]αυτός που έχει κοιλότητες ή πόρους, ο πορώδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικοιλότερον — ἐπίκοιλος porous adverbial comp ἐπίκοιλος porous masc acc comp sg ἐπίκοιλος porous neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκοιλον — ἐπίκοιλος porous masc/fem acc sg ἐπίκοιλος porous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκοιλα — ἐπίκοιλος porous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)